μολώνω

μολώνω
μόλωσα, μολώθηκα, μολωμένος, ενισχύω ή προστατεύω κάτι με την κατασκευή μόλου (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μολώνω — (Μ μολώνω) [μόλος] ενισχύω ή προστατεύω λιμάνι με την κατασκευή μόλου …   Dictionary of Greek

  • μωλώνω — και μολώνω 1. κατασκευάζω μώλο με πέτρες ή με προσχώσεις ή με κυβολίθους, για προστασία τού λιμανιού ή τού όρμου από τα κύματα, ενισχύω ή προστατεύω κάτι με την κατασκευή μώλου, κατασκευάζω προκυμαία για την αποβίβαση και επιβίβαση επιβατών και… …   Dictionary of Greek

  • μόλωμα — το [μολώνω] η κατασκευή μόλου, προβλήτας, λιμενοβραχίονα …   Dictionary of Greek

  • μώλωμα — και μόλωμα, το 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μωλώνω 2. (ιδίως στον πληθ.) τα μωλόματα και μολώματα προσχώσεις, επιχώσεις σε λιμάνι ή και γενικά σε παραλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μωλώνω / μολώνω (βλ. λ. μῶλος [I])] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”